- άνους
- -ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)1. άμυαλος, ανόητος2. επιπόλαιος, ασύνετοςνεοελλ.αυτός που πάσχει από άνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄνους — ἄνοος without understanding masc/fem nom pl ἄνοος without understanding masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՄԻՏ — (մտի, տաց կամ տից.) NBH 1 0204 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c ա. ἅνους mente carens Ոյր չգուցէ միտ. չունօղ զկարողութիւն մտաւոր. անբան. *(Ապողինար) մարդ անմիտ ընդունելով զտէրունականն: Եթէ յանմիտ մարդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
άνοος — (anous). Γένος χαραδριομόρφων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Ζουν στις παράκτιες περιοχές της Νότιας Αμερικής και κυρίως στις χώρες με θερμό κλίμα. Τα πουλιά αυτά μοιάζουν με γλάρους και το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 40 εκ. Έχουν πολύ… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek